- μυρομήλινον
- μῠρομήλινον (sc. ἔλαιον), τό,A quince-oil, Alex. Trall.7.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρομήλινον — μυρομήλινον, τὸ (Α) (ενν. ἔλαιον) το κυδωνέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + μήλινον (< μῆλον)] … Dictionary of Greek
μυρομηλίνου — μυρομήλινον quince oil neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek